- ὀρειβασίας
- ὀρειβασίᾱς , ὀρειβασίαwandering on mountainsfem acc plὀρειβασίᾱς , ὀρειβασίαwandering on mountainsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλπινισμός — Συνώνυμος όρος της ορειβασίας. * * * ο 1. η συστηματική ανάβαση στις Αλπεις 2. η ορειβασία, η αναρρίχηση σε υψηλά όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά τού γαλλ. alpinisme.] … Dictionary of Greek
ορειβατικός — ή, ό (Α ὀρειβατικός, ή, όν) [ορειβάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην ορειβασία 2. αυτός που ασχολείται με την άσκηση τής ορειβασίας 3. ο κατάλληλος να δρα σε ορεινά σημεία («ορειβατικό πυροβολικό») αρχ. κατάλληλος για τη διάβαση τών ορέων … Dictionary of Greek
Ζακοπάνε — (Zakopane). Πόλη (29.800 κάτ. το 1999) της Πολωνίας στο βοϊβοδάτο (διοικητική περιφέρεια) του Μαλοπόλσκι (15.144 τ. χλμ., 3.226.611 κάτ.). Βρίσκεται στους πρόποδες των βουνών Τάτρα, χτισμένη ανάμεσα σε πευκόφυτα δάση, σε υψόμετρο 850 μ. Η Ζ.… … Dictionary of Greek
Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… … Dictionary of Greek
ορειβασία — η ανάβαση στα βουνά, αθλητική επίδοση ανάβασης στο βουνό, αλλ. αλπινισμός: Αγώνες ορειβασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορειβατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον αθλητισμό της ορειβασίας: Ορειβατικός σύλλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)